DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
agricultor sujeito ao regime forfetário
fin., agric. γεωργός κατ'αποκοπή
tax. κατ' αποκοπήν φορολογούμενος γεωργός; αγρότης του κατ' αποκοπήν καθεστώτος
tax., agric. κατ΄ αποκοπήν γεωργός