afastamento | |
industr. construct. mech.eng. | άνοιγμα μεταξύ των κυλίνδρων |
law immigr. | απομάκρυνση |
med. | υποχώρηση |
imigrante clandestino | |
immigr. | λαθρομετανάστης; παράνομος μετανάστης |
| |||
άνοιγμα μεταξύ των κυλίνδρων | |||
απομάκρυνση | |||
υποχώρηση | |||
| |||
ελικόπτερο δύο εγκαρσίων στροφείων |
afastamento: 87 phrases in 22 subjects |