acidente | |
gen. | ατύχημα; ατύχημα,θύμα ατυχήματος; τυχαίο συμβάν,τυχαίο περιστατικό |
med. | αιφνίδιο σοκ; καταπληξία |
graves | |
commun. earth.sc. | ζώνη χαμηλών συχνοτήτων |
| |||
ατύχημα; ατύχημα,θύμα ατυχήματος; τυχαίο συμβάν,τυχαίο περιστατικό | |||
αιφνίδιο σοκ; καταπληξία | |||
| |||
ατυχήματα |
acidente: 324 phrases in 31 subjects |