exploração | |
agric. fish.farm. | μovάδα υδατoκαλλιέργειας; υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση |
commun. | ανασύνθεση εικόνας στη λήψη |
commun. IT | συντήρηση,λειτουργία,διαγνωστικά |
el. | λειτουργία |
environ. | έρευνα; αναζήτηση; διερεύνηση; εξερεύνηση; έρευνα/διερεύνηση/εξερεύνηση/αναζήτηση |
feito | |
comp., MS | επίτευγμα |
Câmara | |
comp., MS | Κάμερα |
pilar | |
mech.eng. construct. | βάση στηρίξεως αποσβεστήρα κρούσεων |
Portuguese thesaurus | |||
| |||
are; assinado | |||
| |||
ampère | |||
| |||
arrôba | |||
| |||
autor |
a: 16290 phrases in 83 subjects |