execução | |
fin. | εκτέλεση δικαστικής απόφασης για χρέη |
IT | εκτέλεση; εκτέλεση προγράμματος |
law | μέσα εκτελέσεως |
law environ. | επιβολή/ εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή; αvαγκαστική εκτέλεση |
decisões judiciais | |
environ. | διαγραμμισμός; αποφάσεις; διαγραμμισμός/αποφάσεις |
Portuguese thesaurus | |||
| |||
are; assinado | |||
| |||
ampère | |||
| |||
arrôba | |||
| |||
autor |
a: 16290 phrases in 83 subjects |