autorização | |
chem. | αδειοδότηση |
comp., MS | εξουσιοδότηση |
environ. | εξουσιοδότηση/άδεια/έγκριση; άδεια/αποδοχή/έγκριση/συγκατάθεση/σύμφωνη γνώμη |
law fin. | άδεια; άδεια λειτουργίας |
DEVE | |
gen. | επιτροπή "Βιώσιμη ανάπτυξη" |
requerido | |
law proced.law. | καθ' ού; διάδικος κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή |
primeiros | |
forestr. | πρώτης ποιότητας |
Portuguese thesaurus | |
are; assinado | |
ampère | |
arrôba | |
autor |
a: 16290 phrases in 83 subjects |