protocolo | |
econ. | πρωτόκολλο |
IT | πρωτόκολλο; πρωτόκολλο Ν |
stat. | πρωτόκολλο |
passagem para a terceira fase da União Económica e Monetária | |
econ. fin. | μετάβαση στο τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης |
| |||
πρωτόκολλο; πρωτόκολλο Ν | |||
| |||
πρωτόκολλο | |||
| |||
πρωτόκολλο (ΕE) | |||
| |||
πρωτόκολλο |
Protocolo: 630 phrases in 42 subjects |