comité consultivo | |
gen. | συμβουλευτική επιτροπή |
Parar | |
comp., MS | Διακοπή |
formação | |
el. | σχηματισμός |
nó | |
agric. | ρόζος; όγκωμα κορμού |
comp., MS | κόμβος |
el. | σημείο ελάχιστου στάσιμου κύματος |
domínio | |
comp., MS | τομέας |
cuidados de enfermagem | |
econ. | νοσηλευτική φροντίδα |
| |||
συμβουλευτική επιτροπή | |||
| |||
συμβουλευτική επιτροπή (ΕΕ) |
Comité Consultivo: 308 phrases in 37 subjects |