DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
Google | Forvo | +

to phrases
decapagem n
gen. απογύμνωση
chem. διάλυμα αποξείδωσης; υγρό καθαρισμού μεταλλικών επιφανειών; καθαριστικό υγρό για την επιφάνεια των μετάλλων
coal. αποκάλυψη; εξόρυξη και φόρτωση
construct. απομάκρυνση προσθέτου υλικού
el. χάραξη χημική; χαρακτική; προστασία με οξύ
environ. χημική διάβρωση; χαρακτική με οξύ; χάραξη; χημική διάβρωση/χάραξη/χαρακτική με οξύ
industr. αποσκωρίαση; παρασκεύασμα για αποξείδωση
industr., construct. αποσκωρίωση
met. επιφανειακός καθαρισμός
decapagem: 64 phrases in 13 subjects
Chemistry4
Coal1
Construction2
Earth sciences1
Electronics11
Environment5
General1
Industry1
Labor law1
Materials science1
Mechanic engineering3
Metallurgy32
Technology1