| |||
αποδίδω | |||
μέγιστη φέρουσα ικανότητα | |||
απόδοση απορρόφησης κβάντων | |||
απόδοση παραγωγής; ποσοστό χρησιμοποιήσημων διατάξεων | |||
παροχή γεώτρησης | |||
απόδοση μαλλιού | |||
όριο διαρροής | |||
απόδοσις ασβέστου | |||
απόδοση; παραγωγή | |||
απόδοση φορτίου | |||
| |||
συλλέγω τα ψάρια μιας λεκάνης εκτροφής | |||
| |||
απόδοση; μέρισμα (οικονομία) | |||
| |||
απόδοση/μέρισμα οικονομία | |||
| |||
απόδοση γεωργικής παραγωγής | |||
| |||
εκκενώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
yld | |||
mise au mille (bigbeat) | |||
y | |||
| |||
Yield Strength (Sagoto) | |||
| |||
Youth In Education And Leader Development |
yield: 321 phrases in 36 subjects |