working voltage | |
el. | δυναμικό σε κλειστό κύκλωμα; δυναμικό λειτουργίας; τάση λειτουργίας |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
current setting | |
el. | ρεύμα ρύθμισης |
| |||
δυναμικό σε κλειστό κύκλωμα; δυναμικό λειτουργίας; τάση λειτουργίας |
working voltage: 5 phrases in 2 subjects |
Electronics | 4 |
Metallurgy | 1 |