DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
work rope
gen. σχοινί εργασίας
met., mech.eng. σχοινί συγκρατήσεως; συρματόσχοινο ασφαλείας; συρματόσχοινο εργασίας; σχοινί ασφαλείας
work rope
: 1 phrase in 1 subject
Transport1