| |||
παροχή ύδατος | |||
διοχέτευση ύδατος; μεταφορά ύδατος | |||
εφοδιασμός εις ύδωρ | |||
ύδρευση | |||
αγωγός νερού | |||
σύνδεση με δίκτυο νερού; ύδρευση/υδροδότηση/παροχή διανομή, πρόσληψη νερού; ύδρευση/υδροδότηση/παροχή διανομή (πρόσληψη νερού) | |||
παροχή νερού | |||
υδραυλική τροφοδοσία; ανεφοδιασμός σε νερό | |||
διανομή νερού | |||
| |||
υδροδότηση | |||
| |||
ελάχιστος εφοδιασμός με νερό | |||
| |||
απόθεμα νερού |
water supply: 44 phrases in 16 subjects |