voluntary | |
gen. | εθελοντική; εθελοντικό |
jurisdiction | |
econ. | αρμοδιότητα των δικαστηρίων |
environ. | δικαιοδοσία; αρμοδιότητα; δωσιδικία |
law | δικαιοδοσία |
| |||
εθελοντική; εθελοντικό | |||
εθελοντικός; αυθόρμητος; εκούσιος | |||
English thesaurus | |||
| |||
voly |
voluntary: 178 phrases in 30 subjects |