DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
very short-term financing facility
fin., econ. πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός ; εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση