under | |
gen. | σύμφωνα; κάτω από |
law | κατόπιν; βάσει; δυνάμει |
vehicle | |
econ. | όχημα |
fin. | ενδιάμεση επιχείρηση |
mater.sc. chem. | μέσο στερεώσεως; συγκολλητικό μέσο |
| |||
σύμφωνα; κάτω από | |||
κατόπιν; βάσει; δυνάμει | |||
| |||
δυνάμει; κατά το ... ; σύμφωνα με ... | |||
English thesaurus | |||
| |||
U |
under vehicle: 3 phrases in 2 subjects |
General | 2 |
Transport | 1 |