![]() |
under | |
gen. | σύμφωνα; κάτω από |
law | κατόπιν; βάσει; δυνάμει |
steer | |
agric. | νεαρό βοοειδές |
transp. industr. construct. | πλέω |
steering | |
transp. | διεύθυνση οχήματος; οδήγηση |
| |||
σύμφωνα; κάτω από | |||
κατόπιν; βάσει; δυνάμει | |||
| |||
δυνάμει; κατά το ... ; σύμφωνα με ... | |||
English thesaurus | |||
| |||
U |
under: 652 phrases in 55 subjects |