turbine | |
econ. | αεριοστρόβιλος |
environ. | στρόβιλος |
environ. mech.eng. | πτερωτή στροβίλου |
transp. | περιστρεφόμενο φτυάρι; στρόβιλος |
| |||
περιστρεφόμενο φτυάρι | |||
| |||
αεριοστρόβιλος | |||
πτερωτή στροβίλου | |||
στρόβιλος | |||
εμβολοφόρος | |||
| |||
στρόβιλος |
turbine: 282 phrases in 19 subjects |