transfer of ownership | |
law | μεταβίβαση της ιδιοκτησίας; αλλαγή ιδιοκήτη |
from | |
gen. | από |
resident | |
gen. | κάτοικος; μόνιμος κάτοικος ημεδαπής; πρόσωπο εγκατεστημένο στο έδαφος |
econ. fin. demogr. | κάτοικοι; μόνιμοι κάτοικοι ημεδαπής |
environ. | είδος που διαμένει μόνιμα σε μια περιοχή |
IT el. | ενδημικό software |
stat. | κάτοικος |
to | |
el. | επιβράδυνση |
non-resident units | |
account. | μονάδες μη μόνιμοι κάτοικοι |
| |||
μεταβίβαση της ιδιοκτησίας; αλλαγή ιδιοκήτη | |||
μεταβίβαση της κυριότητας |
transfer of ownership: 7 phrases in 4 subjects |
Accounting | 2 |
Economy | 3 |
Finances | 1 |
Religion | 1 |