tractor | |
econ. | ελκυστήρας |
transp. | όχημα-ελκυστήρας; ρυμουλκό; ρυμουλκό όχημα |
drawing | |
environ. | ανάληψη; κλήρωση; ολκή; σχεδίαση; σχέδιο |
| |||
ελκυστήρας | |||
όχημα-ελκυστήρας; ρυμουλκό; ρυμουλκό όχημα | |||
τρακτέρ | |||
English thesaurus | |||
| |||
tr; trac |
tractor: 304 phrases in 18 subjects |