DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
tractor shovel
transp. εκσκαφέας με πτύο φόρτωσης
tractor-shovel
agric., construct. φτυάριλκυστήρα; αυτοκινούμενο φορτωτικό φτυάρι; αυτοκινούμενος φορτωτής