DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
testability [ˌtεstə'bɪləti, -t̬i] n
gen. δυνατότητα πραγματοποίησης δοκιμών
IT δυνατότητα δοκιμής
tech. δυνατότητα δοκιμασίας