![]() |
tangibles | |
account. | περιουσιακά στοιχεία |
fixed asset | |
fin. | ακινητοποιημένο ενεργητικό; πάγιο ενεργητικό |
market. | ενσώματη ακινητοποίηση |
fixed assets | |
account. | πάγια περιουσιακά στοιχεία; πάγια στοιχεία του ενεργητικού; πάγια στοιχεία; πάγιο κεφάλαιο; πάγιο ενεργητικό |
| |||
περιουσιακά στοιχεία | |||
English thesaurus | |||
| |||
capable of being perceived, especially by the sense of touch |
tangible: 37 phrases in 8 subjects |
Accounting | 10 |
Business | 1 |
Economy | 4 |
Finances | 5 |
Law | 6 |
Life sciences | 1 |
Marketing | 6 |
Patents | 4 |