tandem | |
agric. | σε σειρά |
ed. IT construct. | διαδοχικός; συνεχής |
el. | διαβιβαστικός |
office | |
commun. | τηλεφωνικό κέντρο |
lab.law. | γραφείο |
| |||
σε σειρά | |||
διαδοχικός; συνεχής | |||
διαβιβαστικός | |||
διπλό ποδήλατο; ποδήλατο για δύο πρόσωπα; ποδήλατο με διπλή διάταξη πενταλιών; ποδήλατο με δύο θέσεις | |||
English thesaurus | |||
| |||
tdm | |||
| |||
Tactical Nuclear Damage Evaluation Model (USA) | |||
tactical nuclear damage evaluation model |
tandem: 128 phrases in 22 subjects |