supplier | |
econ. | προμηθευτής |
el. | επιχείρηση ηλεκτρισμού |
fin. | προμηθευτής υλικού |
item | |
comp., MS | στοιχείο |
fin. | θέση |
fin. econ. | θέση του προϋπολογισμού |
IT | ιδιοχαρακτηριστικό; στοιχείο |
law | αποδεικτικό έγγραφο |
| |||
προμηθευτής | |||
επιχείρηση ηλεκτρισμού | |||
προμηθευτής υλικού | |||
πωλητής |
supplier: 83 phrases in 22 subjects |