subject | |
gen. | υποβάλλω σε; υποκείμενη; υποκείμενο; υποκείμενος |
ed. | σχολικό μάθημα |
environ. | θέμα; θέμα |
pharma. | συμμετέχων σε κλινική δοκιμή; συμμετέχων |
| |||
μαθήματα | |||
| |||
υποβάλλω σε; υποκείμενη; υποκείμενο; υποκείμενος | |||
σχολικό μάθημα | |||
θέμα | |||
συμμετέχων σε κλινική δοκιμή; συμμετέχων | |||
| |||
θέμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
sub. (Vosoni); subj. (Vosoni) | |||
s |
subjects: 232 phrases in 35 subjects |