structural | |
gen. | διαρθρωτική; διαρθρωτικό; διαρθρωτικός |
med. | δομικός |
Inspection | |
med. | Επιθεώρηση |
inspection | |
gen. | επιθεώρηση/εξέταση/αυτοψία/έλεγχος/εποπτεία; επιθεώρηση |
industr. construct. met. | διαλογή; έλεγχος |
item | |
comp., MS | στοιχείο |
program | |
IT tech. | προγραμματίζω |
| |||
διαρθρωτική; διαρθρωτικό; διαρθρωτικός | |||
δομικός | |||
δομιστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
struc |
structural inspection: 1 phrase in 1 subject |
Astronautics | 1 |