| |||
βελονιά | |||
συρράπτω (To combine a series of elements into an individual, larger one, such as a series of photos into one panoramic photo) | |||
βελονιά ραφής; θηλειά; πλέξη; πόντος; τρύπωμα | |||
σουβλιά; διαπεραστικός πόνος; ράμμα; ράβω τραύμα έραψα; ραμμένος; βάζω ράμματα έβαλα; βαλμένος | |||
θηλιά | |||
σύνδεση; συνδετικό σημείο | |||
| |||
συρραφή | |||
στιτσιάρισμα; σύρραψη; τρύπωμα σε ύφασμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
st |
stitch: 116 phrases in 15 subjects |