![]() |
static test | |
gen. | διαδικασία στατικού ελέγχου; στατικός έλεγχος |
mech.eng. | στατική δοκιμή |
Articles | |
law | διατακτικό |
article | |
comp., MS | άρθρο |
med. | άρθρωση; αρμός; άρθρο |
| |||
διαδικασία στατικού ελέγχου; στατικός έλεγχος | |||
στατική δοκιμή | |||
δοκιμή στατική |
static test: 5 phrases in 2 subjects |
Life sciences | 4 |
Transport | 1 |