specific | |
gen. | συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο |
bed load | |
life.sc. construct. | χονδρά υλικά αποθέσεως |
transport | |
agric. mech.eng. | εμπρόσθιον μέρος αρότρου,πλαίσιον αρότρου |
environ. | μεταφορά |
med. | μεταφορά |
stat. transp. | μεταφορές; μεταφορείς |
| |||
συγκεκριμένος | |||
ειδικός | |||
| |||
συγκεκριμένη; συγκεκριμένο | |||
English thesaurus | |||
| |||
volume |
specific: 709 phrases in 55 subjects |