slope | |
gen. | πλαγιά |
coal. construct. | υπόγειος εκσκαφή κατά βαθμίδας |
construct. | κεκλιμένο μέτωπο από επίχωση; πρανές |
earth.sc. life.sc. | κλίσις υδατίνης επιφανείας |
el. | κλιτύς |
industr. construct. | πρανές στέγης |
med. | κατηφοριά; κατωφέρεια; κλίση |
| |||
πλαγιά | |||
κατηφοριά; κατωφέρεια | |||
| |||
διαμόρφωση πρανών | |||
| |||
υπόγειος εκσκαφή κατά βαθμίδας | |||
κεκλιμένο μέτωπο από επίχωση; πρανές | |||
κλίσις υδατίνης επιφανείας | |||
κλιτύς | |||
πρανές/κλιτύς | |||
πρανές στέγης | |||
κλίση | |||
εγκάρσια υπερύψωση | |||
κατωφέρεια,κλίσις,κλιτύς,πλαγιά | |||
| |||
κλιτύς | |||
English thesaurus | |||
| |||
GAMMA-A | |||
m | |||
| |||
Smashed Lost Or Pulverized Eventually |
slope: 213 phrases in 22 subjects |