signalling | |
commun. | σηματοδοσία; αυτόματη σηματοδότηση |
Unit | |
med. | μονάδα; τμήμα |
unit | |
comp., MS | μονάδα |
fin. | μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων |
mater.sc. | μονάδα πυρόσβεσης |
med. | μονάδα; οντότητα |
| |||
σηματοδοσία; αυτόματη σηματοδότηση | |||
σηματοδότηση |
signalling: 391 phrases in 17 subjects |