sidehead | |
mech.eng. | παράπλευρο εργαλειοφορείο; κατακόρυφο εργαλειοφορείο |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
saddle | |
agric. | νεφραμιά αρνίσια διπλή; σελώνω |
el. | μεταλλικό στήριγμα |
| |||
παράπλευρο εργαλειοφορείο; κατακόρυφο εργαλειοφορείο | |||
English thesaurus | |||
| |||
sideheading (ssn) |
sidehead: 2 phrases in 1 subject |
Mechanic engineering | 2 |