short | |
agric. industr. construct. | ξυλεία κωνοφόρων μικρού μήκους |
earth.sc. el. | να βραχυκυκλωθεί |
fin. | ακάλυπτος; χρεωστική θέση; βραχυπρόθεσμα ομόλογα του δημοσίου |
mater.sc. chem. | λιγνό; ψιλό |
shorts | |
agric. | υποπροϊόν μύλου |
forestr. | κοντοκομμένα |
| |||
υποπροϊόν μύλου | |||
κοντοκομμένα | |||
κοντό παντελόνι; σορτς | |||
| |||
ξυλεία κωνοφόρων μικρού μήκους | |||
ακάλυπτος; χρεωστική θέση; βραχυπρόθεσμα ομόλογα του δημοσίου | |||
λιγνό; ψιλό | |||
| |||
να βραχυκυκλωθεί | |||
| |||
υποπροϊόν άλεσης | |||
| |||
Βραχυκύκλωμα | |||
ανοιχτή πώληση | |||
English thesaurus | |||
| |||
sh | |||
| |||
short circuit | |||
Short Stature, Hyperextensibility Of Joints Or Hernia Or Both, Ocular Depression, Rieger Anomaly, Teething Delayed | |||
| |||
S |
shorts: 800 phrase in 52 subjects |