screw | |
industr. construct. chem. | κοχλίας εγχύσεως |
mater.sc. | βιδώνω |
drivers | |
econ. | οδηγοί |
| |||
εξαπατώ | |||
κοχλίας εγχύσεως | |||
βίδα; κοχλίας; άτρακτος; κοχλιοτομημένη άτρακτος; κοχλιωτή άτρακτος; κοχλία σύσφιξης; σπείρωμα σύσφιξης; αρσενικό σπείρωμα; εξωτερικό σπείρωμα | |||
| |||
βιδώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
Special Comittee to Review Extracurricular Workshops | |||
| |||
sc |
screw: 814 phrases in 27 subjects |