round | |
chem. | στρογγυλεμένο άκρο |
coal. | κύκλος ανατίναξης |
construct. | ράβδος κυκλικής διατομής; βαθμίδα κλίμακας |
met. | κύκλος φορτίων |
rounding | |
agric. industr. construct. | αποστρογγύλωση |
industr. construct. | κρουπονάρισμα; τετραγωνισμός του δέρματος; στρογγύλεμα |
IT | συνάρτηση στρογγυλοποίησης προς τα πάνω |
to the nearest | |
chem. | στο πλησιέστερο |
integer | |
comp., MS | ακέραιος |
| |||
φυσίγγιο; γύρω; γύρω από; στρογγυλή; στρογγυλό; γύρος | |||
στρογγυλός; σφαιρικός; αρητίνευτονμη ρητινευμένονδένδρον | |||
στρώσις εστοιβαγμένης ξυλείας | |||
στρογγυλεμένο άκρο | |||
κύκλος ανατίναξης | |||
ράβδος κυκλικής διατομής; βαθμίδα κλίμακας | |||
κύκλος φορτίων | |||
| |||
προσπερνώ; πατερνάρω; περιελίσσω | |||
| |||
ράβδος χάλυβα κυκλικής διατομής | |||
| |||
αποστρογγύλωση | |||
κρουπονάρισμα; τετραγωνισμός του δέρματος; στρογγύλεμα | |||
συνάρτηση στρογγυλοποίησης προς τα πάνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
rd. | |||
rd; rnd | |||
| |||
round trip; Round voyage |
round: 434 phrases in 43 subjects |