right | |
gen. | δεξιά; σωστά; σωστή; σωστό; σωστός; ορθό |
fin. | δικαίωμα προνομιακής αγοράς μετοχών; δικαίωμα προτίμησης |
rights | |
environ. | δικαιώματα; δικαιώματα |
to | |
el. | επιβράδυνση |
social assistance | |
econ. | κοινωνική συνδρομή |
| |||
δικαιώματα | |||
ατομικά δικαιώματα | |||
| |||
δικαιώματα | |||
| |||
δεξιά; σωστά; σωστή; σωστό; σωστός; ορθό | |||
δικαίωμα προνομιακής αγοράς μετοχών; δικαίωμα προτίμησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
rt | |||
rt. |
right: 1656 phrases in 59 subjects |