retail | |
gen. | λιανική; λιανικό; λιανικός |
retailing | |
commer. | λιανικό εμπόριο |
financial service | |
econ. fin. | χρηματοπιστωτική υπηρεσία |
| |||
λιανική; λιανικό; λιανικός | |||
| |||
λιανικό εμπόριο | |||
διάθεση στο λιανικό εμπόριο | |||
English thesaurus | |||
| |||
retl |
retail: 72 phrases in 19 subjects |