restoration | |
construct. | ανακαίνιση; αναστήλωση; αποκατάσταση |
environ. | Αποκατάσταση; επανόρθωση; αποκατάσταση τοποθεσίας; επαναφορά |
IT | διαδικασία επαναφοράς; επαναφορά |
ecology | |
med. | οικολογία |
| |||
ανακαίνιση; αναστήλωση; αποκατάσταση | |||
Αποκατάσταση; επανόρθωση; αποκατάσταση της τοποθεσίας | |||
διαδικασία επαναφοράς; επαναφορά | |||
σύνθεση βιταμινών B από βακτηρίδια του εντέρου ζώων με ελλειμματικό διαιτολόγιο βιταμινών; ανάνηψη από νόσο | |||
| |||
επαναφορά | |||
English thesaurus | |||
| |||
The restoration, or the Restoration Period, is the time from 1660, when the Stuart monarch Charles II was re-established as ruler of England, to about 1700. |
restoration: 65 phrases in 13 subjects |
Agriculture | 1 |
Communications | 5 |
Construction | 3 |
Economy | 5 |
Education | 1 |
Electronics | 4 |
Environment | 22 |
General | 5 |
Human rights activism | 1 |
Information technology | 10 |
Medical | 1 |
Metallurgy | 3 |
Transport | 4 |