recipient | |
gen. | παραλήπτης; αποδέκτης |
account. | αποδέκτης του τιμολογίου |
agric. | δικαιούχος |
commun. IT | παραλήπτης |
comp., MS | παραλήπτης |
fin. | δικαιούχος |
IT | πραγματικός παραλήπτης |
law fin. | λήπτης της παροχής |
med. | λήπτης |
sociol. | δικαιούχος παροχών |
of | |
gen. | από |
the | |
gen. | ή |
service | |
econ. | υπηρεσία |
| |||
παραλήπτης; αποδέκτης | |||
αποδέκτης του τιμολογίου | |||
δικαιούχος παροχής | |||
παραλήπτης | |||
παραλήπτης (The individual or account to whom an item is sent) | |||
δικαιούχος | |||
πραγματικός παραλήπτης | |||
λήπτης της παροχής | |||
λήπτης; δέκτης | |||
δικαιούχος των τόκων; πρόσωπο που εισπράττει τους τόκους | |||
αποδέκτης | |||
| |||
δικαιούχος παροχών |
recipient: 105 phrases in 21 subjects |