Reader | |
comp., MS | Πρόγραμμα ανάγνωσης |
reader | |
gen. | αναγνώστης |
comp., MS | αναγνώστης |
cultur. commun. | μικροαναγνώστης; αναγνώστης μικροταινίας |
IT | διάταξη ανάγνωσης |
-service | |
econ. IT | υπηρεσία |
service | |
econ. | υπηρεσία |
law | επιδόσεις |
| |||
αναγνώστης | |||
αναγνώστης (A person who is allowed to view and read content) | |||
μικροαναγνώστης; αναγνώστης μικροταινίας | |||
διάταξη ανάγνωσης | |||
αναγνώστης δελτίων | |||
| |||
Πρόγραμμα ανάγνωσης (An app that facilitates the reading of PDF and XPS files) |
reader: 86 phrases in 16 subjects |