quarter wavelength | |
earth.sc. | στρώμα λ4; 1/4 του μήκους κύματος; λεπτό στρώμα |
transformer | |
energ.ind. industr. el. | μετασχηματιστής; ηλεκτρικός μετασχηματιστής |
| |||
στρώμα λ4; 1/4 του μήκους κύματος; λεπτό στρώμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
λ/4 |
quarter-wavelength: 8 phrases in 1 subject |
Communications | 8 |