quarter | |
agric. | τέταρτο; τεταρτημόριο |
industr. construct. | φτέρνα και πλαϊνό μέρος φοντιού |
leath. | φορτάκι; φτέρνα |
quartering | |
environ. | τετρατόμηση/χωρισμός σε τεταρτημόρια; χωρισμός σε τεταρτημόρια |
rotary cut veneer | |
industr. construct. | ξυλόφυλλο αποφλοίωσης κορμού |
| |||
τέταρτο; τεταρτημόριο | |||
φτέρνα και πλαϊνό μέρος φοντιού | |||
φορτάκι; φτέρνα | |||
| |||
στρατωνισμός | |||
| |||
χωρισμός διαίρεση σε τεταρτημόρια | |||
| |||
τετρατόμηση/χωρισμός διαίρεση σε τεταρτημόρια | |||
English thesaurus | |||
| |||
Quaternary (MichaelBurov) |
quarter: 153 phrases in 31 subjects |