allotment | |
gen. | παροχή |
commun. | εκχώρηση; κατανομή |
comp., MS | μονάδα υποστήριξης |
demogr. construct. | οικοπεδοποίηση |
fin. | ανώτατο όριο εγγραφής; διανομή; στοίβαγμα κατά ομάδες; ταξινόμηση εμπορευμάτων |
rule | |
med. | κανόνας |
English thesaurus | |||
| |||
ppn; propl | |||
prop |
proportional: 77 phrases in 24 subjects |