promotion | |
gen. | διαφήμιση; προβολή; προαγωγή |
econ. | επαγγελματική εξέλιξη; προώθηση; προτροπή |
appraisal | |
econ. | εκτίμηση |
report | |
econ. | έκθεση |
| |||
διαφήμιση; προβολή; προαγωγή | |||
επαγγελματική εξέλιξη; προώθηση; προτροπή | |||
βαθμολογική προαγωγή | |||
English thesaurus | |||
| |||
pro | |||
promo (сокр. Val_Ships) | |||
promotion of a company (4uzhoj) | |||
prom |
promotion: 215 phrases in 35 subjects |