productive | |
gen. | παραγωγική; παραγωγικό |
agric. chem. el. | παραγωγικό πηγάδι |
poultry | |
agric. | πουλερικά ορνιθώνα |
econ. | πουλερικά |
| |||
παραγωγική; παραγωγικό | |||
παραγωγικό πηγάδι | |||
παραγωγικός; αποδοτικός; γόνιμος; εύφορος |
productive: 57 phrases in 20 subjects |