priorities | |
gen. | άξονες προτεραιότητας |
priority | |
agric. | άξονας προτεραιότητας |
commun. patents. nucl.phys. | δικαίωμα προτεραιότητας |
commun. transp. | βαθμός προτεραιότητας |
action | |
comp., MS | ενέργεια |
IT dat.proc. | δράση αρχειοφυλακίου |
med. | δράση; ενέργεια; ενεργητικότητα |
request | |
comp., MS | αίτηση |
| |||
άξονας προτεραιότητας | |||
δικαίωμα προτεραιότητας | |||
βαθμός προτεραιότητας | |||
προτεραιότητα | |||
| |||
άξονες προτεραιότητας | |||
English thesaurus | |||
| |||
prior | |||
pry | |||
pri. | |||
pri; prity; prty |
priority action: 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |