premium | |
environ. | ασφάλιστρο; αμοιβή; βραβείο; πριμ |
fin. | άτζιο; κέρδος συναλλάγματος; "πριμ"; πριμοδότηση; πριμοδοτήσεις |
insur. | ασφάλιστρο |
Transfer | |
comp., MS | Μεταφορά |
| |||
ασφάλιστρα | |||
αμοιβή; βραβείο | |||
"πριμ"; πριμοδότηση; πριμοδοτήσεις; διαφορά υπέρ το άρτιο; επιακαταλλαγή | |||
ασφάλιστρο | |||
πρίμ | |||
τέλος εκχωρήσεως | |||
| |||
ασφάλιστρο; αμοιβή; βραβείο; πριμ | |||
| |||
καθαρά ασφάλιστρα | |||
| |||
άτζιο; κέρδος συναλλάγματος | |||
English thesaurus | |||
| |||
pm | |||
agio | |||
pm.; prem. |
premium: 333 phrases in 25 subjects |