preliminaries | |
commun. | εισαγωγικό μέρος |
commun. mech.eng. | πρώτα φύλλα |
acceptance | |
construct. | κατακύρωσις |
fin. | αποδοχή; γραμμάτιο τράπεζας; συναλλαγματική με αποδοχή ή οπισθογράφηση τράπεζας |
| |||
εισαγωγικό μέρος | |||
πρώτα φύλλα | |||
| |||
προκαταρκτική; προκαταρκτικό; προκαταρκτικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
prelim | |||
prelim. | |||
| |||
P |
preliminary: 157 phrases in 27 subjects |