![]() |
positive | |
gen. | θετικό; θετική |
chem. | θετική μήτρα |
acknowledgement | |
gen. | παραδοχή |
comp., MS | επιβεβαίωση |
el. | επιβεβαιωτικό; αναφορά λήψης; επιβεβαίωση λήψεως; επιβεβαίωση λήψης |
| |||
θετικό; θετική | |||
| |||
θετική μήτρα | |||
θετικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
p | |||
pos. | |||
active high (ssn) | |||
posit |
positive: 314 phrases in 36 subjects |